- νιτρώδους
- νιτρώδηςlikemasc/fem/neut gen sg (attic epic doric)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
υπονιτρώδης — ες / ὑπονιτρώδης, ῶδες, ΝΑ νεοελλ. φρ. α) «υπονιτρώδη άλατα» χημ. τα άλατα τού υπονιτρώδους οξέος β) «υπονιτρώδες οξύ» χημ. ανόργανη χημική ένωση τού αζώτου που παρασκευάζεται κατά την επίδραση νιτρώδους οξέος στην υδροξυλαμίνη ή κατά την αναγωγή … Dictionary of Greek
αιθύλιο — Μονοσθενής οργανική ρίζα, του τύπου CH3 CH2 , που μπορεί να θεωρηθεί ότι προέρχεται από το αιθάνιο (CH3 CH3) αν αφαιρεθεί ένα υδρογόνο ή από την αιθυλική αλκοόλη (CH3 ΟΗ2ΟΗ) αν αφαιρεθεί ένα υδροξύλιο. Το α. ανήκει στην τάξη των αλκυλίων,… … Dictionary of Greek
αμυλεστέρες — Ονομασία εστέρων των αμυλικών αλκοολών, σπουδαιότεροι από τους οποίους είναι ο οξικός α. και ο ισαμυλεστέρας.Είναι οι εστέρες του οξικού οξέος και των αντίστοιχων αμυλικών αλκοολών. Ο πρώτος έχει σημείο βρασμού 149,2°C και πυκνότητα 0,875gr/cm3… … Dictionary of Greek
αμύλιο — Μονοσθενής αλειφατική ρίζα, του τύπου C5H11. Υπάρχουν τόσες ρίζες α. όσες και οι αμυλικές αλκοόλες, αλλά οι πιο συνηθισμένες είναι του ισοαμυλίου, (CH3)2 CH CH2 CH2 και του τριτοταγούς α. (CH3)2 C C2H5. νιτρώδες α.Εστέρας του νιτρώδους οξέος, με… … Dictionary of Greek
ελαϊδίνη — Οργανική ένωση, ισομερής προς την ελαΐνη. Παρασκευάζεται με επίδραση στην ελαΐνη νιτρώδους οξέος, τήκεται στους 36°C και, αν σαπωνοποιηθεί από αλκάλια, δίνει ελαϊδινικό οξύ και γλυκερίνη. * * * η χημική ένωση ισομερής με την ελαΐνη … Dictionary of Greek
νιτρικοποίηση — η βιολ. ο μετασχηματισμός τού νιτρώδους οξέος ή τών νιτρωδών σε νιτρικό οξύ ή σε νιτρικά … Dictionary of Greek
νιτριτοειδής — ές [νίτρο] φρ. «νιτριτοειδής κρίση» ιατρ. σύνολο συμπτωμάτων που εμφανίζονται σε αλλεργικές αντιδράσεις προς ορισμένα φάρμακα και θυμίζουν έντονα τα φαινόμενα τής δηλητηρίασης από ενώσεις τού νιτρώδους οξέος … Dictionary of Greek
νιτροποίηση — Μετατροπή της αμμωνίας σε νιτρικό οξύ, η οποία γίνεται στο έδαφος και στα λιμνάζοντα νερά, με τη δράση ορισμένων μικροοργανισμών. Η σημασία της ν. είναι τεράστια για την αποτελεσματική καλλιέργεια των εδαφών, γιατί επιτρέπει τη μεταβολή του… … Dictionary of Greek
νιτρωδαμίνη — η χημ. συνοπτική ονομασία αζωτούχων οργανικών ενώσεων που προκύπτουν από την επίδραση τού νιτρώδους οξέος σε δευτεροταγείς αμίνες. [ΕΤΥΜΟΛ. Νόθο συνθ., πρβλ. γαλλ. nitrosamine. Το α συνθετικὸ τού ελλ. όρου έχει σχηματιστεί κατ επίδραση τού επιθ.… … Dictionary of Greek
νιτρωδοδιφαινυλαμίνη — η χημ. νιτρωδοπαράγωγο τής διφαινυλαμίνης που παρασκευάζεται με επίδραση νιτρώδους οξέος στη διφαινυλαμίνη … Dictionary of Greek